ακουμούλιαστος

ακουμούλιαστος
-η, -ο και ακουλούμιαστος, -αγος
1. αυτός που δεν εχει συσσωρευθεί σε κουλούμι*
2. εκείνος που δεν έχει σκαφτεί ώστε να σχηματιστούν μικροί σωροί από χώμα (αποδίδεται σε αμπέλια)
3. όποιος δεν έλαβε μέρος στα κούλουμα, στη γιορτή τής Καθαρής Δευτέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουμουλιάζω
ο τ. ακουλούμιαστος προήλθε με μετάθεση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”